- ἀγρεύεται
- ἀγρεύωtake by huntingpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγρεύσιμος — η, ο (Μ ἀγρεύσιμος, ος, ον) αυτός που εύκολα αγρεύεται, συλλαμβάνεται, πιάνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρεύω + κατάλ. σιμος] … Dictionary of Greek